Πολυεπίπεδο, ατομικά σχεδιασμένο, συμμετοχικό πρότζεκτ που πήρε τη μορφή επιτελεστικών δράσεων στο δημόσιο χώρο, εικαστικής έρευνας βίντεο, και φωτογραφιών, καθώς και χωρικής εγκατάστασης 10.000 χρονοχαρτονομισμάτων στοιβαγμένα σε ντάνες πάνω σε επίπεδο πίνακα, και άλλοτε συλλεγμένα μέσα βαλίτσα. Κάθε χρονοχαρτονόμισμα έχει μέγεθος 14 εκ. X 8 εκ. τυπωμένο σε απλό τυπογραφικό χαρτί. Άλλα υλικά:. Οι δράσεις έγιναν έξω από την Τράπεζα της Ελλάδος και στην Παλιά Αγορά της Κυψέλης, σε μια ακτιβιστή δράξη της Κοινότητας Ανοικοδόμησης. Το έργο επίσης παρουσιάστηκε στο project Site/Θέση στην έκθεση ProTaseis που επιμελήθηκαν οι Ελπίδα Καραμπά, η Αν-Λορ Όμπερσον και ο Σωτήριος Μπαχτζετζής στο Πεδίο δράσης Κόδρα #6 στη Θεσαλλονίκη τον Σεπτέμβριο του 2006. Μοιράστηκε ακόμη μέσα στα τεύχη του βιβλίου «Ληστεία Τράπεζας», εκδόσεις Ελευθεριακή Κουλτούρα, Αθήνα 2010-11.
Λέξεις-κλειδιά: υπερβαίνοντας, μεταφορντισμός, κοινότητα, αλληλεπίδραση, καλλιτεχνική ταυτότητα, εμφάνιση, παρουσία
Χρονοχρήματα Μινού – Περίσσευμα Χρόνου – Ελεύθερος Χρόνος – Ο χρόνος ως κοινωνική σχέση[1]
Δεδομένου ότι χρόνος ίσον χρήμα, και δεδομένου ότι ο χρόνος είναι ένα μέτρο ρευστό σύμφωνα με τα φυσικά πρότυπα.
Παραδοσιακά ο αστός καλλιτέχνης είναι ένας “τεμπέλης”, ή ένας αργόσχολος (idler) που δεν έχει ενσωματωθεί στις παραγωγικές διαδικασίες και δεν συμμετέχει στον κοινωνικό χρόνο παρά μόνον ως παραγωγός πολιτισμικού προϊόντος ή ως διασκεδαστής. Ο εργάτης από την άλλη “ανάγεται σε “προσωποποιημένο χρόνο εργασίας.””[2]Τα τελευταία χρόνια και ο καλλιτέχνης έχει μετατραπεί σε εργάτη. Με δεδομένα ότι η καλλιτεχνική δράση είναι μια ακόμη ανθρώπινη δραστηριότητα, και ότι ο χρόνος του καλλιτέχνη (παραδοσιακά) δεν συγκαταλέγεται στον κοινό χρόνο παραγωγής του καθημερινού ανθρώπου, τον χρόνο παραγωγής ενός προϊόντος, αλλά είναι η δημιουργία μιας πολιτισμικής αξίας, δημιουργώ ένα άλλο από το καπιταλιστικό σύστημα μέτρησης της ανθρώπινης δραστηριότητας που στην πραγματικότητα πάει ενάντια, ή λειτουργεί ως αντιδραστικό μέσο στις αρχές παραγωγής. Γίνεται μεν χρόνος εργάσιμος αλλά όχι με σκοπό την παραγωγή κάποιου αγαθού προς κατανάλωση, όχι για την ανακύκληση του κεφαλαίου. Μετατρέπεται σε χρόνο αργίας, π.χ. προσωπικής και κοινωνικής γνώσης, ενατένισης, γίνεται χρόνος εσωτερικός, ελεύθερος χρόνος, χρόνος για τον ίδιο το χρόνο. Επηρεασμένη από το θεαματικό δώρο των εταιρειών κινητής τηλεφωνίας “δωρεάν χρόνου” ομιλίας, δημιουργώ το δικό μου σύστημα μέτρησης του καθημερινού χρόνου και το αποτυπώνω σε χρονονομίσματα. Φτιάχνω τα χρονονομίσματα σε απομίμηση euro και τα τοποθετώ στον εκθεσιακό χώρο σε μορφή μιας ντάνας ενός κύβου, αφού έχει προηγηθεί μια δράση στο δημόσιο χώρο στην Αθήνα. Ο καταλληλότερος τόπος για να κάνω τη δράση αυτή είναι η Τράπεζα της Ελλάδος στην οδό Πανεπιστημίου, ή η είσοδος ενός εργοστασίου. Όλοι μπορούν να πάρουν. Τα χρονονομίσματα αυτά δεν έχουν την αξία χρημάτων μέσα στο κεφάλαιο. Τα νομίσματα αυτά αναπαριστούν λεπτά, ώρες, βδομάδες, χρόνια. Η αξία τους, όπως προανέφερα είναι χρόνος αργίας, ελεύθερος χρόνος και τελικά περισσευούμενος χρόνος. Η δράση είναι καθαρά συμβολική. Ο χρόνος και η ποσότητά του δεν μπορεί να καθοριστεί παρά μόνον από τη φύση και απ’ αυτούς που τον ελέγχουν. Στην συγκεκριμένη παρουσίαση το έργο πραγματώνεται μόνο μέσα από μία μετρική χρονοχρηματομονάδα αυτή των “360 Μινού” όπως την έχω ονομάσει. Τα “Μινού” είναι μια φανταστική/εικονική μονάδα μέτρησης χρονοχρήματος που προσομοιάζει στα λεπτά της ώρας, χωρίς όμως αυτό να δεσμεύει απόλυτα τον παραλήπτη χρονικά. Η σειρά αναμένεται να ολοκληρωθεί προσεχώς με την έκδοση και παρουσίαση 5 ακόμη τύπων χρονοχρήματος και αρκετών μεταλλικών. Οι εικόνες πάνω στα συγκεκριμένα χρονονομίσματα είναι παρμένες από γιορτινές κοινωνικές εκδηλώσεις, όπως ένα πρωτοχρονιάτικο τραπέζι μια μικρής κοινότητας, ενώ στην αντίθετη όψη απεικονίζεται μια βιομηχανική πόλη. Τσιτάτα του Μαρξ από την θεωρία του για την οικονομία του χρόνου σε σχέση με την ανθρώπινη υπόσταση μέσα στην σύγχρονη οικονομία παραγωγής αναγράφονται και στις δύο όψεις των χρονοχρημάτων.
Πραγματοποίηση του έργου σε φάσεις – Η τοπικά προσδιορισμένη ταυτότητα του έργου σε κάθε περίπτωση
Στέκομαι δίπλα στα χρονονομίσματα και μιλώ με το συνδιαλεγόμενο κοινό, σαν τους λαχειοπώλες στην οδό Πανεπιστημίου, μόνο που τα δικά μου νομίσματα εξαργυρώνονται από τους ίδιους τους αποδέκτες της συναλλαγής μέσα στις ίδιες τους τις πράξεις. Η δράση του έργου έτσι ολοκληρώνεται από το κοινό. Έγκειται στην βούληση του καθένα να το κάνει πραγματικότητα. Η δική μου συμβολή είναι πιο πολύ κάτι σαν υπενθύμιση. Είμαι ένας ενδιάμεσος μεταξύ του κοινού και του χρόνου, γι’ αυτό και δεν έχω βρει το πραγματικό αντίτιμο του χρόνου που διαμοιράζεται μέσα από αυτή τη πράξη. Ίσως να ισούται με το χρόνο που έχω ζήσει, ή με το χρόνο που θεωρώ ότι θα πρέπει να ζει κανείς ως ελεύθερος άνθρωπος.
Αυτή η δράση είναι απλά μια κίνηση (gesture) που σκοπό της έχει να πυροδοτήσει τη συνείδηση του παραλήπτη, του καθένα που θα του δοθεί ένα χρονονόμισμα, ώστε να ειδοποιηθεί για την πραγματική χρήση του χρόνου του, και περισσότερο του ελεύθερου χρόνου του.
Μετά τη δράση μου έξω από την Τράπεζα Ελλάδος στην οδό Πανεπιστημίου στην Αθήνα, όπου μοιράστηκαν μόνο 35 χρονονομίσματα, το έργο παίρνει μια νέα μορφή. Σε αυτή του τη μορφή το έργο συνδέεται άμεσα με το πρώην στρατόπεδο ΚΟΔΡΑ -τωρινό εκθεσιακό και πολιτισμικό κέντρο στην Καλαμαριά Θεσσαλονίκης- όσον αφορά στον χρόνο που μέσα εκεί έχουν περάσει όλοι οι φαντάροι κατά τη διάρκεια της θητείας τους. Όπως είναι -αν και άτυπα- γνωστό, ο χρόνος του “φανταρικού” είναι στο μεγαλύτερό του μέρος χρόνος κενός, χρόνος δοκιμασίας και άσκησης -όχι πολέμου αλλά ενατένισης και προσοχής (σκοπιά)- ή τελικά χρόνος μη-δράσης, “χαμένος” μη παραγωγικός και λειτουργικός για κοινωνικές δραστηριότητες. Έτσι το έργο αυτό στην συγκεκριμένη του μορφή και παρουσία ως αντικείμενο ( 10.000 αριθμημένα κομμάτια ντανιασμένα σε κύβο) προσομοιάζει σε ένα “μαγικό” αντικείμενο ομοιοπαθητικής μαγείας. Μέσα από αυτό προσπαθώ να περισυλλέξω αφηρημένα και εικονικά, και όχι στατιστικά όλες τις ώρες “ελεύθερου χρόνου”, “κενού χρόνου”, και τελικά “περισσευούμενου χρόνου” των φαντάρων που έχουν ζήσει μέσα στο στρατόπεδο στο παρελθόν, με την επιθυμία να τον απελευθερώσω και να τον διαχύσω στον χώρο εκ νέου.
[1] Ο τίτλος του κειμένου είναι δανεισμένος από το άρθρο “Ο χρόνος ως κοινωνική σχέση” του Daniel Bensaid που δημοσιεύτηκε στο Ελληνικό περιοδικό Διάπλους, Τεύχος Νοέμβρη 2005
[2] Κομμάτι κειμένου δανεισμένο από το άρθρο “Ο χρόνος ως κοινωνική σχέση” του Daniel Bensaid που δημοσιεύτηκε στο Ελληνικό περιοδικό Διάπλους, Τεύχος Νοέμβρη 2005
September 1, 2006